ἀθυρόστομος — ever babbling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυρόστομος — η, ο αυτός που δεν κρατά τη γλώσσα του, αναιδής, αυθάδης: Δε μου αρέσει η παρέα του, γιατί είναι φοβερά αθυρόστομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθυροστόμως — ἀθυρόστομος ever babbling adverbial ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρόστομον — ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem acc sg ἀθυρόστομος ever babbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυροστόμους — ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυροστόμων — ἀθυρόστομος ever babbling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυροστομώ — ( έω) [αθυρόστομος] είμαι αθυρόστομος … Dictionary of Greek
άθυρος — η, ο (AM ἄθυρος, ον) αυτός που δεν έχει θύρα, πόρτα, φραγμό, ο ανοιχτός αρχ. μτφ. ελεύθερος, ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θύρα. ΣΥΝΘ. αθυρόστομος, αρχ. ἀθυρόγλωττος] … Dictionary of Greek
αθυροστομία — η (Α ἀθυροστομία) [ἀθυρόστομος] νεοελλ. έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά αρχ. ακράτεια τής γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία … Dictionary of Greek
αθυρόγλωττος — ἀθυρόγλωττος και σσος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, φλύαρος, αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθυρος* + γλῶττα ή γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀθυρογλωττία, ἀθυρογλωττῶ] … Dictionary of Greek